χαρτοκλέπτης

χαρτοκλέπτης
ο, Ν
βλ. χαρτοκλέφτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κλέφτης — Κορυφή (1.846 μ.) του Σμόλικα, στο δυτικό άκρο του. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων, ΒΑ της Κόνιτσας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946 49), το ύψωμα έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους Έλληνες. Το καλοκαίρι …   Dictionary of Greek

  • χαρτοκλέβω — και λόγιος τ. χαρτοκλεπτώ, έω, Ν κλέβω σε παιχνίδι με χαρτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτ ιά + κλέβω. Ο τ. χαρτοκλεπτώ (< χαρτοκλέπτης) μαρτυρείται από το 1851 στον Ιω. Ισ. Σκυλίσση] …   Dictionary of Greek

  • χαρτοκλέφτης — και λόγ. τ. χαρτοκλέπτης, ο, θηλ. χαρτοκλέφτρα και χαρτοκλεφτρού, Ν αυτός που κλέβει σε παιχνίδι με χαρτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτιά + κλέφτης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. χαρτοκλέπται, μαρτυρείται από το 1826 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”